μανναδόχος

μανναδόχος
μανναδόχος, -ον (AM, Μ και μαννοδόχος, -ον)
1. αυτός που περιέχει το μάννα («ὁ μανναδόχος στάμνος»)
2. μτφ. ως επίκληση τής Θεοτόκου («στάμνε μανναδόχε..., Μαρία Θεοτόκε», Αλφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (III) + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαννοδόχος — μαννοδόχος, ον (Μ) βλ. μανναδόχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”